Επίθετο

επεξεργασία

inexcusable (en)


      ενικός         πληθυντικός  
inexcusable inexcusables

  Επίθετο

επεξεργασία

inexcusable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Επίθετο

επεξεργασία

inexcusable (es)