Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.pe.ʁi.sabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
impérissable impérissables

impérissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. άφθαρτος, αθάνατος
     συνώνυμα: immortel
  2. αιώνιος, διαρκής
     συνώνυμα: durable

Αντώνυμα

επεξεργασία