impérissable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pe.ʁi.sabl/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
impérissable | impérissables |
impérissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
impérissable | impérissables |
impérissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό