ikono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ikono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ikono | ikonoj |
αιτιατική | ikonon | ikonojn |
ikono (eo)
- η εικόνα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ikono | ikonoj |
αιτιατική | ikonon | ikonojn |
ikono (eo)