idiomatic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | idiomatic |
συγκριτικός | more idiomatic |
υπερθετικός | most idiomatic |
Επίθετο
επεξεργασίαidiomatic (en)
- ιδιωματικός
- ⮡ idiomatic phrase - ιδιωματική φράση
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 384. ISBN 9780194325684., λήμμα: ιδιωματικός