iconic
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- iconic < λατινική iconicus < ελληνιστική κοινή εἰκονικός < αρχαία ελληνική εἰκών
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
iconic (en)
- που σχετίζεται με εικόνα ή αναφέρεται σ’ αυτή
- αντιπροσωπευτικός
- συμβολικός
- εμβληματικός
- χαρακτηριστικός