ενικός         πληθυντικός  
icicle icicles

  Ετυμολογία

επεξεργασία
icicle < ice + ickle (κάτι μικρό, little), μέση αγγλική ikil, ykle < αγγλοσαξονική ġiċel (πάγος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɪs.ɪkl̩/ & /ˈʌɪsəkəl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

icicle (en)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • icicle στην αγγλική Βικιπαίδεια