hundido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- hundido < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hundido | hundidoj |
αιτιατική | hundidon | hundidojn |
hundido (eo)
- το σκυλάκι