hundaĉo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hundaĉo | hundaĉoj |
αιτιατική | hundaĉon | hundaĉojn |
hundaĉo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hundaĉo | hundaĉoj |
αιτιατική | hundaĉon | hundaĉojn |
hundaĉo (eo)