humuro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- humuro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | humuro | humuroj |
αιτιατική | humuron | humurojn |
humuro (eo)
- το χιούμορ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | humuro | humuroj |
αιτιατική | humuron | humurojn |
humuro (eo)