humileco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- humileco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | humileco | humilecoj |
αιτιατική | humilecon | humilecojn |
humileco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | humileco | humilecoj |
αιτιατική | humilecon | humilecojn |
humileco (eo)