hororo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hororo | hororoj |
αιτιατική | hororon | hororojn |
hororo (eo)
- η φρίκη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hororo | hororoj |
αιτιατική | hororon | hororojn |
hororo (eo)