hoor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hoor | hoors |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- hoor < → δείτε τη λέξη whore • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Μέση αγγλική (enm)
επεξεργασίαΣκοτς (sco)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- hoor < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
hoor
- η ώρα
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
hoor
- άλλη μορφή του hure (whore, πόρνη), στη «δορική διάλεκτο» (Doric Scots) της σκοτς