hoor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hoor | hoors |
Ετυμολογία
επεξεργασία- hoor < → δείτε τη λέξη whore • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhoor (en)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- hoor, στο: Collins Dictionary.com· πρόσβαση: 2023-06-08.
Μέση αγγλική (enm)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hoor | hoors |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhoor
- άλλη μορφή του hore (whore, πόρνη)
Σκοτς (sco)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- hoor < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhoor
- η ώρα
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hoor | hoors |
- hoor < μέση αγγλική hure (άλλη μορφή του hore, πόρνη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhoor
- άλλη μορφή του hure (whore, πόρνη), στη «δορική διάλεκτο» (Doric Scots) της σκοτς