hoko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- hoko < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hoko | hokoj |
αιτιατική | hokon | hokojn |
hoko (eo)
- ο γάντζος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hoko | hokoj |
αιτιατική | hokon | hokojn |
hoko (eo)