• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

hlæfdige

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αγγλοσαξονικά (ang)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
hlæfdige < hlāf (ψωμί) + dīġe (ζυμώτρια) < πρωτογερμανική *hlaibaz (ψωμί, φραντζόλα) + *daigijǭ (ζυμώτρια ψωμιού)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

hlæfdige (en) θηλυκό

  1. αρχόντισσα, λέδη
  2. ευγενής, βασίλισσα
  3. κυρία
  4. Παναγία
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=hlæfdige&oldid=6909433"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Ιουλίου 2024, στις 16:54

Γλώσσες

    • Čeština
    • English
    • Suomi
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Ιουλίου 2024, στις 16:54.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας