Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
hlæfdige
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλοσαξονικά
(ang)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
hlæfdige
<
hlāf
(
ψωμί
) +
dīġe
(
ζυμώτρια
) <
πρωτογερμανική
*
hlaibaz
(
ψωμί
,
φραντζόλα
) +
*
daigijǭ
(
ζυμώτρια
ψωμιού
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
hlæfdige
(en)
θηλυκό
αρχόντισσα
,
λέδη
ευγενής
,
βασίλισσα
κυρία
Παναγία