histriko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- histriko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | histriko | histrikoj |
αιτιατική | histrikon | histrikojn |
histriko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | histriko | histrikoj |
αιτιατική | histrikon | histrikojn |
histriko (eo)