hipotezo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipotezo | hipotezoj |
αιτιατική | hipotezon | hipotezojn |
hipotezo (eo)
- η υπόθεση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipotezo | hipotezoj |
αιτιατική | hipotezon | hipotezojn |
hipotezo (eo)