hipodromo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipodromo | hipodromoj |
αιτιατική | hipodromon | hipodromojn |
hipodromo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipodromo | hipodromoj |
αιτιατική | hipodromon | hipodromojn |
hipodromo (eo)