hipnoto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipnoto | hipnotoj |
αιτιατική | hipnoton | hipnotojn |
hipnoto (eo)
- η ύπνωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipnoto | hipnotoj |
αιτιατική | hipnoton | hipnotojn |
hipnoto (eo)