higieno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- higieno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | higieno | higienoj |
αιτιατική | higienon | higienojn |
higieno (eo)
- η υγιεινή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | higieno | higienoj |
αιτιατική | higienon | higienojn |
higieno (eo)