hidrologio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- hidrologio < hidrologi- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hidrologio | hidrologioj |
αιτιατική | hidrologion | hidrologiojn |
hidrologio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hidrologio | hidrologioj |
αιτιατική | hidrologion | hidrologiojn |
hidrologio (eo)