hidraŭliko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- hidraŭliko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hidraŭliko | hidraŭlikoj |
αιτιατική | hidraŭlikon | hidraŭlikojn |
hidraŭliko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hidraŭliko | hidraŭlikoj |
αιτιατική | hidraŭlikon | hidraŭlikojn |
hidraŭliko (eo)