hiacinto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hiacinto | hiacintoj |
αιτιατική | hiacinton | hiacintojn |
hiacinto (eo)
- ο υάκινθος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hiacinto | hiacintoj |
αιτιατική | hiacinton | hiacintojn |
hiacinto (eo)