hemoragio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- hemoragio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hemoragio | hemoragioj |
αιτιατική | hemoragion | hemoragiojn |
hemoragio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hemoragio | hemoragioj |
αιτιατική | hemoragion | hemoragiojn |
hemoragio (eo)