helt
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhelt (da)
Μέση ολλανδική (dum)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | helt | helde |
γενική | helts | helde |
δοτική | helde | helden |
αιτιατική | helt | helde |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhelt αρσενικό
helt (da)
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | helt | helde |
γενική | helts | helde |
δοτική | helde | helden |
αιτιατική | helt | helde |
helt αρσενικό