helico
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- helico < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | helico | helicoj |
αιτιατική | helicon | helicojn |
helico (eo)
- ο έλικας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | helico | helicoj |
αιτιατική | helicon | helicojn |
helico (eo)