hejmo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hejmo | hejmoj |
αιτιατική | hejmon | hejmojn |
hejmo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hejmo | hejmoj |
αιτιατική | hejmon | hejmojn |
hejmo (eo)