harplektaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | harplektaĵo | harplektaĵoj |
αιτιατική | harplektaĵon | harplektaĵojn |
harplektaĵo (eo)
- η πλεξούδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | harplektaĵo | harplektaĵoj |
αιτιατική | harplektaĵon | harplektaĵojn |
harplektaĵo (eo)