haro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- haro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | haro | haroj |
αιτιατική | haron | harojn |
haro (eo)
- η τρίχα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | haro | haroj |
αιτιατική | haron | harojn |
haro (eo)