haringo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- haringo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | haringo | haringoj |
αιτιατική | haringon | haringojn |
haringo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | haringo | haringoj |
αιτιατική | haringon | haringojn |
haringo (eo)