Ουσιαστικό

επεξεργασία

hara-kiri (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • seppuku
  • suicide for honourable death

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hara-kiri < ιαπωνική harakiri

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʔa.ʁa⋅ki.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hara-kiri hara-kiris

hara-kiri (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία