ενεστώτας hang on to
γ΄ ενικό ενεστώτα hangs on to
αόριστος hung on to
παθητική μετοχή hung on to
ενεργητική μετοχή hanging on to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hang on to < → δείτε τις λέξεις hang, on και to

hang on to (en)

  1. κρατώ κάτι σφιχτά
    He hung on to the rope desperately.
    Κρατήθηκε απελπισμένα από το σχοινί.
  2. (ανεπίσημο) κρατώ κάτι, δεν το πουλάω ή το δίνω
    Are you hanging on to the letters you get?
    Κρατάς τα γράμματα που παίρνεις;
    I will hang on to the seat for you.
    Θα σου κρατήσω τη θέση.
    Hang on to the suitcase for me while I’m away.
    Κράτησέ μου τη βαλίτσα όσο λείπω.