hang on to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hang on to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hangs on to |
αόριστος | hung on to |
παθητική μετοχή | hung on to |
ενεργητική μετοχή | hanging on to |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhang on to (en)
- κρατώ κάτι σφιχτά
- ↪ He hung on to the rope desperately.
- Κρατήθηκε απελπισμένα από το σχοινί.
- ↪ He hung on to the rope desperately.
- (ανεπίσημο) κρατώ κάτι, δεν το πουλάω ή το δίνω
- ↪ Are you hanging on to the letters you get?
- Κρατάς τα γράμματα που παίρνεις;
- ↪ I will hang on to the seat for you.
- Θα σου κρατήσω τη θέση.
- ↪ Hang on to the suitcase for me while I’m away.
- Κράτησέ μου τη βαλίτσα όσο λείπω.
- ↪ Are you hanging on to the letters you get?