halve
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | halve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | halves |
αόριστος | halved |
παθητική μετοχή | halved |
ενεργητική μετοχή | halving |
Ρήμα επεξεργασία
halve (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μειώνω στο μισό
- ↪ They halved inflation.
- Μείωσαν τον πληθωρισμό στο μισό.
- ↪ They halved inflation.