halucinacio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- halucinacio < γερμανική Halluzination
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | halucinacio | halucinacioj |
αιτιατική | halucinacion | halucinaciojn |
halucinacio (eo)