haŝiŝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- haŝiŝo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | haŝiŝo | haŝiŝoj |
αιτιατική | haŝiŝon | haŝiŝojn |
haŝiŝo (eo)
- το χασίς
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | haŝiŝo | haŝiŝoj |
αιτιατική | haŝiŝon | haŝiŝojn |
haŝiŝo (eo)