guto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- guto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | guto | gutoj |
αιτιατική | guton | gutojn |
guto (eo)
- η σταγόνα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | guto | gutoj |
αιτιατική | guton | gutojn |
guto (eo)