gumo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- gumo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gumo | gumoj |
αιτιατική | gumon | gumojn |
gumo (eo)
- η μαστίχα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gumo | gumoj |
αιτιατική | gumon | gumojn |
gumo (eo)