gudro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gudro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gudro | gudroj |
αιτιατική | gudron | gudrojn |
gudro (eo)
- η πίσσα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gudro | gudroj |
αιτιατική | gudron | gudrojn |
gudro (eo)