groto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- groto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | groto | grotoj |
αιτιατική | groton | grotojn |
groto (eo)
- η σπηλιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | groto | grotoj |
αιτιατική | groton | grotojn |
groto (eo)