groso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- groso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | groso | grosoj |
αιτιατική | groson | grosojn |
groso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | groso | grosoj |
αιτιατική | groson | grosojn |
groso (eo)