grocery
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
grocery | groceries |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgrocery (en)
- (μετρήσιμο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) το παντοπωλείο
- (μόνο στον πληθυντικό) τα είδη παντοπωλείου, τα είδη μπακαλικής
ενικός | πληθυντικός |
grocery | groceries |
grocery (en)