grimpant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grimpant | grimpants |
θηλυκό | grimpante | grimpantes |
Επίθετο
επεξεργασίαgrimpant (fr)
- αναρριχώμενος
- (μεταφορικά) αυξανόμενος
- prix grimpants - αυξανόμενες τιμές
- (βοτανική) αναρριχητικός
- plante grimpante - αναρριχητικό φυτό