gramo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gramo | gramoj |
αιτιατική | gramon | gramojn |
gramo (eo)
- το γραμμάριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gramo | gramoj |
αιτιατική | gramon | gramojn |
gramo (eo)