Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
gommage gommages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gommage (fr) αρσενικό

  1. το σβήσιμο με σβήστρα
  2. καθαρισμός της επιδερμίδας με κατάλληλο παρασκεύασμα που απαλείφει τα νεκρά κύτταρα, γκομάζ

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη gommer