• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

golo

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Εσπεράντο (eo)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
  • 2 Πορτογαλικά (pt)
    • 2.1 Ουσιαστικό

Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

golo < gol- + -o

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική golo goloj
αιτιατική golon golojn

golo (eo)

  • (αθλητισμός) το γκολ



Πορτογαλικά (pt)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
golo golos

golo (pt) αρσενικό

  1. (αθλητισμός) το γκολ
    ≈ συνώνυμα: (Βραζιλία) gol
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=golo&oldid=5149854"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Ιουλίου 2021, στις 10:53

Γλώσσες

    • Azərbaycanca
    • Brezhoneg
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Suomi
    • Français
    • Hausa
    • Magyar
    • Ido
    • 한국어
    • Malagasy
    • ဘာသာ မန်
    • Polski
    • Português
    • Русский
    • Sängö
    • Srpskohrvatski / српскохрватски
    • Svenska
    • Тоҷикӣ
    • Wolof
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Ιουλίου 2021, στις 10:53.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie