golo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | golo | goloj |
αιτιατική | golon | golojn |
golo (eo)
- (αθλητισμός) το γκολ
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
golo | golos |
golo (pt) αρσενικό
- (αθλητισμός) το γκολ