gnaque
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gnaque, ίσως από το gnaque της Λυών (= δόντι) ή από το οξιτανικό nhac (που δαγκώνει, «τσουχτερός»)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
gnaque (fr) θηλυκό, μόνο στον ενικό, δεν συνηθίζεται στον πληθυντικό
- (οικείο) όρεξη για συναγωνισμό, θέληση για νίκη, μαχητικότητα
- Notre entraîneur nous a demandé plus de gnaque.
- (οικείο) (κατ’ επέκταση) η φόρμα, το κέφι
- Je n’ai plus la gnaque depuis que j’ai perdu mon frère.