Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

gnaque, ίσως από το gnaque της Λυών (= δόντι) ή από το οξιτανικό nhac (που δαγκώνει, «τσουχτερός»)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /njak/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gnaque (fr) θηλυκό, μόνο στον ενικό, δεν συνηθίζεται στον πληθυντικό

  1. (οικείο) όρεξη για συναγωνισμό, θέληση για νίκη, μαχητικότητα
    Notre entraîneur nous a demandé plus de gnaque.
  2. (οικείο) (κατ’ επέκταση) η φόρμα, το κέφι
    Je n’ai plus la gnaque depuis que j’ai perdu mon frère.

Άλλες γραφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία