gluto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gluto | glutoj |
αιτιατική | gluton | glutojn |
gluto (eo)
- η μπουκιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gluto | glutoj |
αιτιατική | gluton | glutojn |
gluto (eo)