glitvalvo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glitvalvo | glitvalvoj |
αιτιατική | glitvalvon | glitvalvojn |
glitvalvo (eo)
- το φερμουάρ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glitvalvo | glitvalvoj |
αιτιατική | glitvalvon | glitvalvojn |
glitvalvo (eo)