glito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glito | glitoj |
αιτιατική | gliton | glitojn |
glito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glito | glitoj |
αιτιατική | gliton | glitojn |
glito (eo)