glicerino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- glicerino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glicerino | glicerinoj |
αιτιατική | glicerinon | glicerinojn |
glicerino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glicerino | glicerinoj |
αιτιατική | glicerinon | glicerinojn |
glicerino (eo)