gitaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gitaro | gitaroj |
αιτιατική | gitaron | gitarojn |
gitaro (eo)
- (μουσικό όργανο) η κιθάρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gitaro | gitaroj |
αιτιατική | gitaron | gitarojn |
gitaro (eo)